πρόφρων

πρόφρων
πρόφρων (-ων, -ονα, -όνων.)
1 kind, willing

προφρόνων Μοισᾶν τύχοιμεν I. 4.43

ἐς πόλεμον ἆγε πρόφρονα σύμμαχον I. 6.28

esp. nom., gladly, readily,

Μόψος ἄμβασε στρατὸν πρόφρων P. 4.191

θεός τέ οἱ τὸ νῦν τε πρόφρων τελεῖ δύνασιν P. 5.117

νῦν δ' εὐρυλείμων πότνιά σοι Λιβύα δέξεται εὐκλέα νύμφαν δώμασιν ἐν χρυσέοις πρόφρωνP. 9.56

πρόφρων δὲ καὶ κείνοις ἄειδ' ἐν Παλίῳ Μοισᾶν ὁ κάλλιστος χορός N. 5.22

ὁ [Λοξ]ίας [πρό]φρων ἀθανάταν χάριν Θήβαις ἐπιμείξων Παρθ. 2. 4. adv.,

-ως, τὸν ὁ χρυσοχαῖτα προφρόνως ἐφίλησ' Ἀπόλλων P. 2.16

ἐμὰν ποιπνύων χάριν τόδ' ἔζευξεν ἅρμα Πιερίδων τετράορον, φιλέων φιλέοντ ἄγων ἄγοντα προφρόνως P. 10.66

ἐγὼ δ' Ἡρακλέος ἀντέχομαι προφρόνως N. 1.33


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πρόφρων — with forward mind masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόφρων — ο, η, ΝΜΑ, και θηλ. επικ. τ. πρόφρασσα Α ως επίθ. 1. αυτός που είναι διατεθειμένος να κάνει με προθυμία κάτι (α. «πρόφρων κατένευσε Κρονίων», Ομ. Ιλ. β. «πρόφρων σε Ἑρμῆς Ἅιδης τε δέχοιτο», Ευρ.) 2. πρόθυμος, γεμάτος ζήλο («ἀμύνοι πρόφρονι θυμῷ» …   Dictionary of Greek

  • πρόφρον — πρόφρων with forward mind masc/fem voc sg πρόφρων with forward mind neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόφρονα — πρόφρων with forward mind neut nom/voc/acc pl πρόφρων with forward mind masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφρονέως — πρόφρων with forward mind indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφρόνων — πρόφρων with forward mind gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφρόνως — πρόφρων with forward mind adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόφρονες — πρόφρων with forward mind masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόφρονι — πρόφρων with forward mind dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόφρονος — πρόφρων with forward mind gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφρονέως — Α επίρρ. βλ. πρόφρων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”